Ο θρύλος του δούκα του Μπωφόρ ακόμη “σκιάζει” τον Χάνδακα- Μια άγνωστη έκθεση για τον μυστηριώδη θάνατό του, στις 25 Ιουνίου 1669 (εικόνες)

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη

andrikakisalekos@gmail.com

Στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή η Κρήτη ήταν η μοναδική χριστιανική περιοχή το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Η Κύπρος είχε κατακτηθεί το 1570 ενώ οι άλλες ελληνικές περιοχές ήταν ήδη υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Η αφορμή για να εισβάλλει η Τουρκία στην Κρήτη ήταν ένα περιστατικό που θεωρήθηκε ως πρόφαση για την τουρκική πλευρά, που αναζητούσε κάποιο τρόπο να πατήσει το πόδι της στο Βασίλειο της Κάνδιας, όπου ονομαζόταν από τους Ενετούς η Κρήτη. Το 1644 οι Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας συνάντησαν και κατέλαβαν κοντά στην Κρήτη ένα τουρκικό πλοίο το οποίο μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Τούρκων, το πλοίο και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Χανιά. Η οργή της Υψηλής Πύλης βασίστηκε στη φήμη ότι σ’ αυτό επέβαινε η βασιλομήτωρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η βαλιδέ σουλτάνα, όπως ονομαζόταν. Όμως αυτό ακριβώς ήταν το εφεύρημα των Τούρκων, καθώς το σκάφος για τη Μέκκα είχε το όνομα «Σουλτάνα» και δεν επέβαινε η βαλιδέ σουλτάνα. Στην υπόθεση αυτής της πειρατείας ενέπλεξαν άμεσα την Κρήτη, βρίσκοντας τον τρόπο να επιτεθούν.
Το καλοκαίρι του 1645 μια μεγάλη δύναμη 50.000 ανδρών, με εκατοντάδες πλοία έφυγε για την Κρήτη, την οποία οι Ενετοί είχαν αφήσει ουσιαστικά χωρίς άμυνα, καθώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη Δημοκρατία, στο νησί είχε παραμείνει ελάχιστος μισθοφορικός στρατός. Η απόβαση των Τούρκων έγινε στις 23 Ιουνίου στην ακτή κοντά στη μονή Κυράς Γωνιάς. Τα Χανιά, με ελάχιστους αλλά ηρωικούς υπερασπιστές, αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά παραδόθηκαν στις 22 Αυγούστου 1645.
Ακολούθησε το Ρέθυμνο στο οποίο οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στις 2 Ιουλίου 1646, καταλαμβάνοντας περιοχές της υπαίθρου. Στην πόλη του Ρεθύμνου επιτέθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και η παράδοσή της έγινε στις 13 Νοεμβρίου.
Αμέσως μετά οι δυνάμεις κινήθηκαν προς τον Χάνδακα, και έφτασαν κοντά στην πόλη την άνοιξη του 1647, στοχεύοντας όμως πρώτα στην κατάληψη των γύρω περιοχών. Μετά από ένα χρόνο ολόκληρη η ύπαιθρος είχε καταληφθεί.

Η πολιορκία του Χάνδακα

Οι επιθέσεις στον Χάνδακα ξεκίνησαν το Μάιο του 1648. οι Τούρκοι διαμόρφωσαν το στρατόπεδό τους στην περιοχή του Γιόφυρου και λίγο μετά ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο κοντά στη σημερινή περιοχή του Μαραθίτη και της Φορτέτσας, το οποίο ονόμασαν Νέο Χάνδακα (Nova Candia). Απέκλεισαν από όλα τα σημεία της ξηράς την πόλη, η οποία είχε πλέον επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο από τη θάλασσα. Μέσω του λιμανιού εφοδιαζόταν με πυρομαχικά και όπλα, και μόνο μέσω του ίδιου δρόμου μεταφέρονταν οι δυνάμεις στρατιωτών και τα τρόφιμα.
Μέχρι το 1666 οι Τούρκοι αδυνατούσαν να καταλάβουν τον Χάνδακα, παρά τις μεγάλες δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν και τα σύγχρονα, για την εποχή, μέσα τους. Τα Τείχη της πόλης άντεχαν, και σταδιακά στον πόλεμο έμπαιναν και δυνάμεις από τα άλλα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, στο πλευρό των πολιορκούμενων.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιορκίας ήταν ο «υπόγειος πόλεμος», ο πόλεμος των υπονόμων. Τόσο οι υπερασπιστές του Χάνδακα όσο και οι Τούρκοι έσκαβαν κάτω από το έδαφος λαγούμια, τα οποία έφθαναν μέχρι την πλευρά που βρισκόταν ο αντίπαλος, και τα πυροδοτούσαν, προκαλώντας θύματα και ζημιές. Συχνά οι αντίπαλοι συναντιόντουσαν, καθώς έσκαβαν, και οι μάχες πλέον γίνονταν κάτω από το έδαφος.

Στα τέλη του 1666 στην Κρήτη στάλθηκε ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλή, με την εντολή του σουλτάνου να λήξει όσο γίνεται γρηγορότερα η υπόθεση του Χάνδακα. Λίγο καιρό μετά έφτασε ο Φρανζέσκο Μοροζίνι, ως αρχιστράτηγος των Ενετών και των άλλων ευρωπαϊκών στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τον Χάνδακα.

Ο προδότης Μπαρότσι και η στάση των Γάλλων

Οι Τούρκοι από την άνοιξη του 1667 ξεκίνησαν την τελική φάση της πολιορκίας για την πτώση του Χάνδακα. Η κατάληψή του ίσως όμως να μην συνέβαινε ποτέ, αν εξέλιπαν δύο στοιχεία:

-Η προδοσία του Ενετού μηχανικού Ανδρέα Μπαρότσι, ο οποίος στα τέλη του 1667 έφυγε κρυφά από τον Χάνδακα και παρουσιάστηκε στον Κιοπρουλή, παραδίδοντάς του τα σχέδια των Τειχών και του φρουρίου του Χάνδακα και υποδεικνύοντας ως ευάλωτα για τις επιθέσεις σημεία τους προμαχώνες του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονέρα. Το σχέδιο αυτό ακολουθήθηκε επιτυχημένα από τον αρχιστράτηγο των Τούρκων.

-Η εγκατάλειψη του Χάνδακα από τους Γάλλους, κυρίως, στην κρίσιμη περίοδο του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1669.

Έχοντας μείνει με ελάχιστους μόνο υπερασπιστές, χωρίς εφόδια σε μια πόλη ερειπίων, ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Κιοπρουλή τη συνθηκολόγηση, η οποία υπεγράφη στις 16 Σεπτεμβρίου του 1669. Με τη συμφωνία διασφαλιζόταν ότι στην κυριαρχία των Ενετών θα παρέμεναν τα νησιά της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, που κατελήφθησαν από τους Τούρκους πολλά χρόνια αργότερα. Η Γραμβούσα το 1692, ενώ η Σούδα και η Σπιναλόγκα το 1715

Με την υπογραφή της συνθήκης η Κρήτη ήταν πλέον τουρκική. Και θα παρέμενε μέχρι το 1898. Ο Κρητικός Πόλεμος, που διήρκεσε σχεδόν 25 χρόνια, και η 22χρονη πολιορκία του Χάνδακα είχαν πάρει ένα δραματικό τέλος. Οι Τούρκοι ιστορικοί έχουν αναφέρει ότι κατά την πολιορκία της πόλης σκοτώθηκαν περισσότεροι από 137.000 στρατιώτες και αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης. Ο αριθμός των θυμάτων από την πλευρά των υπερασπιστών είναι μικρότερος. Αλλά το μεγάλο κόστος ήταν η κατάληψη του Χάνδακα.

Η παρουσία των Γάλλων και η επιχείρηση που οδήγησε στο θάνατο του Μπωφόρ

Τον Ιούνιο του 1669, κι ενώ φαινόταν ότι οι δυνάμεις των Οθωμανών ήταν πλέον πολύ κοντά στην κατάκτηση του Χάνδακα και ολόκληρης της Κρήτης, μετά από πολιορκία 24 χρόνων – η πρώτη απόβαση έγινε στις 23 Ιουνίου 1645 στην ακτή κοντά στη μονή Κεράς Γωνιάς- ο Γάλλος αυτοκράτορας Λουδοβίκος ΙΔ’ αποφασίζει να στείλει σημαντικές επικουρίες στον Χάνδακα.

Χάρτης της εποχής από την πολιορκία του Χάνδακα, με τον Μπωφόρ και τον αρχιστράτηγο των Οθωμανών, Κιοπρουλή

Στις 19 Ιουνίου 1669 φτάνει μεγάλη γαλλική στρατιά με 6.000 άνδρες και επικεφαλής τον δούκα του Navaille τους στρατηγούς Colbert και Bresse και τον ναύαρχο Francois de Vendome δούκα του Beaufort.

Την νύχτα της 24ης προς 25ης Ιουνίου 1669 λίγες μέρες μετά την άφιξη τους ο ναύαρχος Δούκας του Μποφώρ μαζί με τον Δούκα του Ναβάιγ, αφού εκπόνησαν ένα σχέδιο έκαναν νέα επίθεση κατά των Τούρκων. Το καταφέρνουν και καταδιώκουν τους Τούρκους μέχρι την Χρυσοπηγή ανατρέποντας στην πορεία τους όλες τις τουρκικές θέσεις .Πάλι όμως μέσα στο κλίμα του φόβου και ενώ όλοι γνωρίζουν ότι ο Χάνδακας έχει κουραστεί να μάχεται και ετοιμάζεται να πέσει συμβαίνει η έκρηξη πιθανώς μιας πυριτιδαποθήκης. Το αποτέλεσμά ήταν να σκοτωθούν πολλοί Γάλλοι, για δεύτερη φορά να προκληθεί πανικός και να στραφούν άτακτα σε φυγή.

Οι Τούρκοι βλέποντας τους Γάλλους να οπισθοχωρούν αναθάρρησαν. Κυνήγησαν λοιπόν το εκστρατευτικό σώμα του Μπωφόρ και του Ναβάιγ και τους εξόντωσαν σχεδόν όλους. Σ εκείνο το μακελειό έχασαν την ζωή τους 500 στρατιώτες και 245 αξιωματικοί. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο Δούκας του Μποφώρ του οποίου η σορός δεν βρέθηκε ποτέ.

Ο Δούκας του Μποφώρ αναδείχτηκε σε θρύλο. Η προσωπικότητα του “Frondeur” ενέπνευσε τον Αλέξανδρο Δουμά, στο «Σιδηρούν προσωπείον».Ο Δουμάς επίσης εμπνεύστηκε από τον Φρανσουά ντε Βαντόμ για να δημιουργήσει το φανταστικό πορτρέτο του στο βιβλίο του «Είκοσι χρόνια μετά».

Στη συνέχεια δημοσιεύουμε μιας μεγάλης ιστορικής αξίας άγνωστη έκθεση για την έξοδο εκείνη, την έκρηξη και τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του Μπωφόρ. Μάλιστα στην έκθεση υπάρχει και μαρτυρία για το πώς χάθηκε ο δούκας, ο οποίος παραμένει ένας θρύλος που ακόμα σκιάζει το Ηράκλειο.

Η ιστορικής σημασίας, άγνωστη έκθεση

 

Ο ναύαρχο Francois de Vendome, ο θρυλικός δούκας του Beaufort

«Οι δυνάμεις που είχαν σχεδιαστεί για την ενίσχυση του Χάνδακα, υπό τη διοίκηση του Δούκα του Νοάιγ και οι οποίες απέπλευσαν από την Τουλόν στις 5 Ιουνίου, με το στόλο της Αυτού Χριστιανικότατης Μεγαλειότητας, που διοικούσε ο Δούκας του Μπωφόρ, μετά από ένα καλό ταξίδι έφτασαν στον Χάνδακα στις 19 του ίδιου μήνα, όπου έγιναν δεκτοί με κανονιοβολισμούς. Ο Αρχιστράτηγος Μοροζίνι έστειλε τον Κύριο Καστελλάν, έναν μηχανικό, προκειμένου να αναφέρει τόσο στο Ναύαρχο Δούκα του Μπωφόρ όσο και στο Στρατηγό Δούκα του Νοάιγ την κατάσταση στην πόλη, κι αυτό έγινε με μεγάλη ακρίβεια.

Επειδή ο Δούκας του Νοάιγ, σε μια αποστολή τέτοιας σημασίας, δεν ήθελε να χάσει καθόλου χρόνο, βγήκε το ίδιο βράδυ στην ξηρά, συνομίλησε με τον Αρχιστράτηγο και ενημερώθηκε για τις θέσεις του εχθρού και την όλη κατάσταση της πόλης, και αποφάσισε ότι ήταν ανάγκη να αποβιβάσει το στρατό του. Αμέσως έδωσε εντολές και σε δύο ημέρες όλες οι δυνάμεις του βγήκαν στην ξηρά με ασφάλεια.

Οι Τούρκοι είχαν προωθηθεί τόσο πολύ ώστε κρίθηκε ότι δεν θα τους απομάκρυνε μόνο ένα συνηθισμένο τμήμα των δυνάμεων, καθώς είχαν καταλάβει θέσεις στους Προμαχώνες του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονέρα. Μετά από διαβουλεύσεις, θεωρήθηκε κατάλληλο τόσο από τους δικούς μας όσο και από τους Βενετσιάνους αξιωματικούς να γίνει επίθεση σε ένα απ’ αυτά τα δύο μέρη και να επιχειρηθεί η κατάρριψη των χαρακωμάτων τους. Κι έτσι αποφασίστηκε να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Σαμπιονέρα, ως πιο κατάλληλο και βολικό μέρος για την έξοδό τους. Αφού έγινε αντιληπτό ότι ο εχθρός είχε 7 ή 8.000 άνδρες σ’ αυτό μέρος, ο Γάλλος Στρατηγός (Νοάιγ) ζήτησε να τον βοηθήσουν όσες δυνάμεις μπορούσαν να εξοικονομηθούν από τη φρουρά. Αμέσως υπήρξε συμφωνία σ’ αυτό. Επιπλέον ζήτησε 5 ή 6.000 σκαπανείς να ασχοληθούν με την κατεδάφιση των χαρακωμάτων του εχθρού, και την ίδια ώρα να γίνει έξοδος στον Άγιο Ανδρέα ώστε να αποτραπεί ο εχθρός από το να στείλει ενισχύσεις στην άλλη πλευρά.

Καθώς ο Δούκας του Μπωφόρ δεν ήθελε να παραμείνει απλός θεατής τις ημέρες της δράσης, πρόσφερε στην επιχείρηση 1.500 άνδρες από το στόλο του και πρότεινε να χτυπήσει τον εχθρό με τα πλοία του, ώστε αυτός να βρεθεί ανάμεσα στα πυρά. Και παρότι πιέστηκε πολύ για το αντίθετο, μπήκε επικεφαλής των γαλλικών δυνάμεων και ζήτησε εντολές από το Στρατηγό.

Την ίδια ημέρα ο Στράτηγος (Νοάιγ), έχοντας μάθει ότι όλο το τούρκικο ιππικό στο Βασίλειο της Κάνδιας είχε προωθηθεί στον Χάνδακα, αποφάσισε να θέσει σε άμεση εφαρμογή τα σχέδιά του, και αφού επιθεώρησε τη νύκτα την πίσω πλευρά του εχθρικού στρατοπέδου, στο οποίο σκόπευε να επιτεθεί, όπως και το φρούριο του (Αγίου) Δημητρίου, μέσω του οποίου θα γινόταν η επίθεση, ξεκίνησε η δράση. 

Πρώτα προχώρησαν 400 άνδρες, με ειδικές εντολές, με επικεφαλής 50 που κρατούσαν χειροβομβίδες, και μετά ακολούθησαν 3 ίλες ιππικού, υπό τον Κύριο Νταμπιέρ και στη συνέχεια τα συντάγματα της Γκώρ, του Σαιντ Βαλιέρ, της Λορένης και της Βρετάνης, μαζί με τέσσερις ίλες ιππικού στα πλευρά τους, με τη διεύθυνση των Κυρίων Φοντάν, Τζονσάκ και Γκρανς. Τα συντάγματα των Χαρκούρτ, Κοντί, Λινιέρ, Ροζάν, Μομπεζατά, Βεντόσμ, με Διοικητή τον Κύριο ντε Τσοσοβίγ, ήταν εφεδρείες, με 4 ίλες ιππικού στα πλευρά τους. Παράλληλα, μια ομάδα 50 βασιλικών τυφεκιοφόρων και 100 αξιωματικών πήρε θέση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη γραμμή ώστε να είναι σε ετοιμότητα, για κάθε περίπτωση. Οι δυνάμεις που ήλθαν από τα πλοία διατάχθηκαν να επιτεθούν την ίδια στιγμή στη δεξιά πλευρά της τάφρου της Σαμπιονέρα, και ο Κύριος Κολμπέρτ, ένας αξιωματικός του στρατοπέδου, διατάχτηκε να τους ενισχύσει.

            Με το που δόθηκε η εντολή, και μέσα σε απόλυτη ησυχία, πορεύτηκαν χωρίς να αποκαλυφθούν, και παρατάχθηκαν για μάχη κοντά στον εχθρό, σε μια μικρή πεδιάδα η οποία οδηγούσε στο στρατόπεδό τους. Καθώς άρχιζε να χαράζει η ημέρα, οι άνδρες με τις ειδικές εντολές, που βρίσκονταν ανάμεσα στις βολές των μουσκέτων, χτυπήθηκαν από τον εχθρό κι ο Στρατηγός διέταξε τον Κύριο ντε Νταμπιέρ, με την ενίσχυση κάποιων από τη φρουρά, να επιτεθεί σε δύο οχυρώματα μπροστά από τα τμήματα, γεγονός που συνέβη με μεγάλο θάρρος και επιτυχία, ώστε προσωρινά τα κατέλαβαν και κατέσφαξαν όσους πρόβαλαν αντίσταση. Στη συνέχεια, τα Συντάγματα του Σαιντ Βαλιέρ και της Λορένης εισέβαλαν και κατέλαβαν τις εχθρικές γραμμές. Η ειδική ομάδα των ανδρών με τους λόχους από τις φρουρές, προχωρώντας για τη δική τους νίκη, χτύπησαν τον εχθρό έξω από τις τάφρους και τα χαρακώματά του. Έτσι μέχρι εκείνη την ώρα είχαμε την επιτυχία που επιδιώκαμε, παρότι δεν είχαμε περισσότερους από 300 άνδρες, από τους 1.500 που αναμένονταν από τα πλοία, ούτε τις δυνάμεις των Βενετών για ενίσχυση ή τους σκαπανείς που είχαν υποσχεθεί να καταστρέψουν τα χαρακώματα του εχθρού, εργασία για την οποία είχαν μια καλή ευκαιρία.

            Καθώς οι εχθροί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο, παρατάχθηκαν σ’ ένα ύψωμα στα δεξιά τους και προσποιήθηκαν ότι σκόπευαν να μας χτυπήσουν. Βλέποντάς το αυτό ο Στρατηγός (Νοάιγ) τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής των δυνάμεών του και δύο φορές τους χτύπησε από τις δικές τους θέσεις, αλλά καθώς εκείνοι συναθροίστηκαν και πάλι, τους πρόσβαλε με τέτοια ακρίβεια την τρίτη φορά, ώστε τους πήρε το μέρος που είχαν παραταχθεί.

            Στη συνέχεια συνέβη ένα ατύχημα που κατέστρεψε όλη την επιτυχία αυτής της ημέρας, όταν ποσότητες μπαρουτιού, βόλια τηλεβόλου και χειροβομβίδες πυροδοτήθηκαν τυχαία σ’ ένα πυροβολείο που κατέλαβε η φρουρά, αναγκάζοντας τους άνδρες να εγκαταλείψουν το μέρος, μέσα σε σύγχυση. Τότε, επειδή νόμισαν ότι είχαν πυροδοτηθεί οι εχθρικές μίνες κάτω από τα πόδια τους, με μεγάλο τρόμο τράπηκαν σε άτακτη φυγή, παρά τα τεχνάσματα του Μεσιέ Καστελλάν, ο οποίος προσπάθησε να τους συγκεντρώσει. Στην ίδια σύγχυση έπεσαν οι 300 άνδρες οι οποίοι ήλθαν από τα πλοία, και δεν κατάφερε να τους σταματήσει ο Κύριος ντ’ Αλμεράς, ο οποίος έκανε τα πάντα να τους υποχρεώσει να σταματήσουν.

Αυτή η σύγχυση έδωσε θάρρος στους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να μας προσβάλλουν και πάλι, ενώ ο Ναύαρχος (Μπωφόρ) και ο Κύριος Κολμπέρτ, που είχαν ενωθεί με το πρώτο τάγμα, μαζί με 50 χειριστές μουσκέτων, αντιστέκονταν σθεναρά, περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς από μια τόσο μικρή ομάδα. Όμως εξαιτίας του τρόμου που υπήρχε γενικά στις δυνάμεις, υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση, από την οποία ίσως προκλήθηκαν μεγαλύτερες απώλειες

Οι εφεδρείες μας, που διέφυγαν από τον Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, στάλθηκαν σε βοήθεια στη Σαμπιονέρα,  όπου όμως, ακολουθώντας το παράδειγμα των υπολοίπων, υποχώρησαν μέσα σε σύγχυση.

Ο Στρατηγός έδειξε μεγάλο θάρρος αυτή την ημέρα της καταστροφής. Και μόνο με 3 ή 4 Ευγενείς κατάφερε να διαφύγει, περνώντας ανάμεσα από τους εχθρούς. Όμως αν όλες οι δυνάμεις είχαν ενεργήσει σύμφωνα με όσα σχεδιάστηκαν από την αρχή, πιθανότατα αυτή την ημέρα θα είχε δοθεί τέλος στην πολιορκία.

            Στρατιώτης του ιππικού που διασώθηκε από τη μάχη μάς πληροφορεί ότι καθώς ξέφευγε από τον εχθρό, βρήκε το Δούκα του Μπωφόρ να είναι πεζός και πολύ πληγωμένος. Επειδή δεν είχε τη δύναμη να τον ακολουθήσει, προσπάθησε να τον αρπάξει, σύροντάς τον πίσω του με τα χέρια. Όμως καταλαμβάνοντάς τον επ’ αυτοφώρω ο εχθρός, τον υποχρέωσε να τον παραδώσει στο έλεός του, και αμέσως τον σκότωσε.  

            Οι συνολικές απώλειές μας εκείνη την ημέρα της επιχείρησης ήταν πάνω από 600 άνδρες, σκοτωμένοι και ανίκανοι για υπηρεσία.

Ο άνθρωπος που στάλθηκε από τον Χάνδακα μ’ αυτή την αναφορά, αναχώρησε απ’ εκεί στις 27 Ιουλίου (σ.σ.: είναι φανερό ότι εννοεί Ιουνίου), τρεις ημέρες μετά από αυτή την έξοδο, διαβεβαιώνοντάς μας ότι ο Δούκας του Νοάιγ σκόπευε σε τέσσερις ημέρες μετά που έφυγε να κάνει μια ακόμη έξοδο, υπολογίζοντας ότι οι δυνάμεις του μαζί με τη φρουρά θα κυμαίνονταν περίπου στους 13.000 ικανούς για μάχη άνδρες».

Οι πληροφορίες

Χάρτες με απεικονίσεις της πολιορκίας του Χάνδακα

Η χαρά των υπερασπιστών για την άφιξη των γαλλικών δυνάμεων, μετατρέπεται μέσα σε λίγες μέρες σε απογοήτευση. Η πρώτη και αποτυχημένη επιχείρηση των Γάλλων, λίγες μόλις ημέρες μετά που πάτησαν στον Χάνδακα, σημαίνει στην ουσία την αρχή του τέλους για την πολιτεία.  Χωρίς να γνωρίζουν καλά -καλά τις συνθήκες του πολέμου, ο Νοάιγ επιμένει να αναλάβει μια μεγάλη επιχείρηση, λέγοντας αυτάρεσκα ότι μ’ αυτήν θα απελευθέρωνε την πόλη. Η επιχείρηση αυτή γίνεται, παρά τις αντιρρήσεις του Μοροζίνι, που γνωρίζοντας καλά τις τεράστιες δυσκολίες, επιμένει να υπάρξει καλύτερη οργάνωση. Όπως και στην περίπτωση της προηγούμενης γαλλικής αποστολής υπό τον Φεϊλλάντ, στα τέλη του 1668, έτσι και τώρα, η υπεροψία των Γάλλων θα φέρει την καταστροφή. Αυτή τη φορά η αποτυχία δεν θα κοστίσει μόνο τις μεγάλες απώλειες των ανδρών τους, ανάμεσα στους οποίους επιφανέστερος όλων ήταν ο Μπωφόρ (για το θάνατο του οποίου, εδώ αναφέρεται η εκδοχή ότι σκοτώθηκε κατά λάθος από τους δικούς του, κι όχι από έκρηξη), αλλά και την ίδια την πτώση της πολιτείας. Λίγο μετά την αποτυχία ο Νοάιγ θα εγκαταλείψει τον Χάνδακα και θα τον ακολουθήσουν και άλλα ευρωπαϊκά στρατιωτικά σώματα, με συνέπεια στην πόλη να παραμείνουν μόνο ο Μοροζίνι με μια μικρή φρουρά. Το τέλος είχε έλθει… Ο Νοάιγ θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας της εγκατάλειψης της πολιτείας. Δεν θα κατηγορηθεί μόνο από τους Βενετσιάνους γι αυτό. Αλλά κι απ’ τον ίδιο τον κύριο και βασιλέα του Λουδοβίκο.

Εδώ έχομε την πρώτη πληροφορία για την αποτυχία των Γάλλων και το θάνατο του Μπωφόρ, που κυριολεκτικά πάγωσε τη χριστιανική Ευρώπη.

Η απώλεια του Αρχιναύαρχου των Γάλλων και συγγενή του Λουδοβίκου πυροδότησε τη φαντασία των ανθρώπων που δημιούργησε πολλές ιστορίες για την τύχη του. Καθώς το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, πολλοί είπαν ότι δεν πέθανε, αλλά απήχθη από τους Τούρκους, ή, ακόμη, ότι επέζησε αλλά δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ με το πραγματικό του όνομα. Ίσως η πιο εντυπωσιακή απ’ τις ιστορίες αυτές ήταν ότι ο Μπωφόρ, μετά την εξαφάνισή του, ταυτίστηκε με τον «άνδρα με τη σιδερένια μάσκα» ή «το σιδηρούν προσωπείον», ένα θρυλικό πρόσωπο το οποίο βρέθηκε φυλακισμένο (κατ’ άλλους προστατευμένο από τον Λουδοβίκο) στη Βαστίλη.

Η ιστορία του τέλους του Μπωφόρ στον Χάνδακα συγκινούσε για πολλά χρόνια και γράφηκαν πολλά γι αυτή την υπόθεση. Ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι συνέβη στην πραγματικότητα. Πάντως στη δεύτερη έκθεση που φέρνουμε στο φως παρατίθεται και μια μαρτυρία στρατιώτη του, που ισχυρίστηκε ότι τον είδε με τα ίδια του τα μάτια να σκοτώνεται, αφού ο ίδιος προσπάθησε προηγουμένως να τον διασώσει, όταν τον εντόπισε βαριά τραυματισμένο. Τον άρπαξαν όμως από τα χέρια του οι Τούρκοι και τον εκτέλεσαν.

Τα γεγονότα

 

Με την άφιξή των γαλλικών δυνάμεων, συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο στη διάρκεια του οποίου οι Γάλλοι ζήτησαν να γίνει άμεση και γενική επίθεση σε βάρος των Τούρκων, ώστε να τους αιφνιδιάσουν και να επιτύχουν την άμεση λύση της πολιορκίας. Παρά τις επιφυλάξεις του Μοροζίνι, το σχέδιο, το οποίο ο Σταυρινίδης έχει χαρακτηρίσει  «πραγματικά πρώτης τάξεως» για το οποίο ο Νοάιγ υπερηφανευόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, τελικά αποφασίστηκε να τεθεί σε εφαρμογή από τις 2 τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου, όπως αναφέρει το «Ημερολόγιο» του στρατηγού Βίλλα, που εκείνη την εποχή πολέμησε στον Χάνδακα, στο κεφάλαιο που καταγράφεται η δράση αυτής της γαλλικής αποστολής. Το σχέδιο είχε στόχο την απομάκρυνση των Τούρκων από την ανατολική πλευρά των τειχών, στο φρούριο του Αγίου Δημητρίου, την ίδια ώρα που ένα άλλο τμήμα της γαλλικής δύναμης, υπό τον Μπωφόρ, θα έδινε αντίστοιχη μάχη για την απομάκρυνση των Τούρκων από τη Σαμπιονέρα. Ο Μοροζίνι είχε αναλάβει την ενίσχυση των δυνάμεων στον Άγιο Ανδρέα, έχοντας μαζί του Βενετσιάνους μαχητές. Μια άλλη ομάδα είχε αναλάβει τη νότια πλευρά, ώστε να καλύπτονται οι έφοδοι των υπερασπιστών. Στον Άγιο Δημήτριο επικεφαλής ήταν ο Νοάιγ.

Η επιχείρηση προς τα ανατολικά πήγε καλά, μέχρι ένα σημείο, και οι Τούρκοι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Ανάλογες επιτυχίες είχε ο Μπωφόρ, παρά το γεγονός ότι τελικά τον ακολούθησαν μόνο 300 από τους άνδρες του, καθώς οι υπόλοιποι λιποψύχησαν. Κι ενώ τα πράγματα πήγαιναν καλά, ξαφνικά ακούστηκε έκρηξη από την πλευρά του φρουρίου του Αγίου Δημητρίου και ακολούθησε άτακτη υποχώρηση των στρατιωτών προς την πόλη, καθώς νόμιζαν ότι είχαν πυροδοτηθεί μίνες των Τούρκων.

Είχε συμβεί, όμως, ένα ατυχές γεγονός. Σ’ ένα πυροβολείο των Τούρκων ανατινάχτηκε μεγάλη ποσότητα αποθηκευμένων εκρηκτικών,, ίσως την ώρα που κάποιος στρατιώτης πλησίασε με αναμμένο φυτίλι. Η έκρηξη αυτή και ο πανικός που ακολούθησε, αναθάρρησαν τους άνδρες του Κιοπρουλή, που αντεπιτέθηκαν κι ακολούθησε πραγματική σφαγή σε βάρος των Γάλλων. Εκεί χάθηκε και ο Μπωφόρ.  Ίσως αυτή η ατυχής στιγμή να προσδιόρισε και την τελική μοίρα του Χάνδακα.

Ο συντάκτης της έκθεσης

Εδώ έχομε μια σπάνια κι εντυπωσιακή σε λεπτομέρειες έκθεση για τα δραματικά γεγονότα που  οδήγησαν στο θάνατο του Μπωφόρ κι εκατοντάδων άλλων Γάλλων. Όπως είναι φανερό απ’ όσα αναφέρονται, ο συντάκτης είναι μέλος των γαλλικών δυνάμεων και  θα πρέπει να πήρε μέρος στην επιχείρηση, αφού γνωρίζει όλες αυτές τις λεπτομέρειες και τις απολογιστικές αναφορές των διοικητών. Πιθανώς είναι ο ίδιος ο Νοάιγ, ή άνθρωπός του που συνέταξε για λογαριασμό του την έκθεση. Κι αυτό γιατί, εκτός από το ότι ήταν φυσικό εκείνος να καταγράψει τα γεγονότα ως αρχηγός των γαλλικών χερσαίων δυνάμεων, το κείμενο απηχεί τις απόψεις του. Δεν αναφέρει πουθενά την έντονη διαφωνία του Μοροζίνι για μια βιαστική επίθεση, ενώ η περιγραφή της επιχείρησης ως καλά οργανωμένης, όπως γίνεται προσπάθεια να εμφανιστεί, δεν μπορεί να έχει γίνει παρά μόνο από τον ίδιο τον εμπνευστή της ή εκ μέρους του. Στο ότι η έκθεση απηχεί τις απόψεις του Νοάιγ συνηγορεί και ο τρόπος που περιγράφεται η γενναιότητα του Γάλλου στρατηγού. Παράλληλα είναι εμφανές ότι το κείμενο αφήνει αιχμές για τη βοήθεια που πρόσφεραν τόσο ο ίδιος ο Μοροζίνι, όσο και οι άνδρες του Μπωφόρ, καθώς σημειώνεται ότι ήλθαν μόνο «300 άνδρες από τους 1.500 που αναμένονταν από τα πλοία». Στην ουσία εδώ κάνει λόγο για ανυπακοή και ανταρσία, καθώς ο ίδιος ο Μπωφόρ είχε διατάξει αυτούς τους 1.500 να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις, αλλά οι περισσότεροι απείχαν. Πιθανότατα αυτή η πληροφορία θα κάνει αργότερα τον Λουδοβίκο να εκφράσει έντονη δυσαρέσκεια για τους αξιωματικούς του γαλλικού ναυτικού που εκστράτευσαν στον Χάνδακα, και προφανώς να απειλήσει με συνέπειες.

Φυσικά η υποκειμενικότητα, όπως την περιγράφομε, της κρίσης και της απόδοσης ευθυνών σε άλλους για την αποτυχία, δεν μειώνει την τεράστια  ιστορική σημασία της έκθεσης, που μας δίνει εκπληκτικές λεπτομέρειες για την επιχείρηση.

Ίσως πρόκειται για έκθεση που στάλθηκε από τον Χάνδακα ως αναφορά στο Παρίσι και δόθηκε, παράλληλα, στη Βενετία. Δεν είναι χρονολογημένη.

Η σπάνια μαρτυρία για το τέλος του Μπωφόρ

Απεικόνιση του θανάτου του Μπωφόρ με την έκρηξη, σε βιβλίο της εποχής του 17ου αιώνα

Ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι στην αναφορά περιλαμβάνεται μια σπάνια μαρτυρία για την τελική τύχη του Μπωφόρ. Ίσως είναι η πρώτη φορά που έχομε μια τέτοια μαρτυρία από άνθρωπο που είδε το δούκα να πεθαίνει. Και μ’ αυτήν θα μπορούσε να κλείσει το θέμα που άνοιξε εκείνη την ημέρα στον Χάνδακα, αν δηλαδή ο Μπωφόρ πράγματι σκοτώθηκε, αν τον αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι, ή αν σώθηκε και εμφανίστηκε με άλλο όνομα και άλλο προσωπείο, σύμφωνα με  μια από τις πολλές ιστορίες που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια. Φυσικά δεν αποτολμούμε κάτι τέτοιο, αρκούμενοι απλώς στην παράθεση αυτής της μοναδικής μαρτυρίας. Η εξαφάνιση του Μπωφόρ πυροδότησε πολλά σενάρια, που στην πορεία του χρόνου έγιναν μύθοι και διαδίδονταν, γραπτά ή προφορικά.

Για την τύχη του μερικοί ιστορικοί αναφέρουν και μαρτυρία του Μαρκήσιου Σαιντ Αντρέ Μοντμπρούν, ο οποίος εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας. Μια τέτοια αναφορά του Μοντμπρούν παρουσιάστηκε το 1780 στο περιοδικό “The Edinburg Magazine”, στο πλαίσιο μελέτης με τον τίτλο «Ανέκδοτα αναφορικά με τον άνδρα με το σιδηρούν προσωπείον». Στη μελέτη αυτή σημειώνεται ότι ο Μαρκήσιος επιβεβαίωσε το θάνατο καθώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του δούκα. Μάλιστα στον Μοντμπρούν αποδίδεται εξής αναφορά:

«Ο Δούκας του Μπωφόρ δεν περίμενε να ξημερώσει προκειμένου να δώσει το σήμα για την επίθεση. Ανάμεσα στους Γάλλους στρατιώτες επικράτησε σύγχυση κι ενώ έσπευδε σε κάθε σημείο να τους συγκεντρώσει και πάλι, σκοτώθηκε και το σώμα του ανακατεύτηκε με αυτά των υπόλοιπων νεκρών. Δεν έγινε ποτέ ακριβώς γνωστό με ποιο τρόπο σκοτώθηκε, αλλά είναι βέβαιο ότι ο Μέγας Βεζύρης έστειλε το κεφάλι του στην Κωνσταντινούπολη όπου το περιέφεραν επί τρεις ημέρες πάνω σε μια λόγχη, ως ένδειξη ότι οι Χριστιανοί ηττήθηκαν».

Η αποτυχία των γαλλικών επικουριών έφερε τους Τούρκους μια ανάσα από την κατάκτηση του Χάνδακα. Και η οριστική κατάκτηση ήλθε λίγο μετά.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί